αντίπελλος
[aˈndipelːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που είναι ικανός να αντιμετωπίσει κάποιον που το παίζει ζόρικος, πελλός.


Παραδείγματα

Αν εσύ είσαι πελλός, εγώ είμαι ο αντίπελλος σου!



  1. Αντίδοτο, τρόπος να διορθωθεί κάτι που δεν πάει καλά.


Παράδειγμα

Η κατάσταση στη δουλειά είναι χάλια, με το νέο κανονισμό όμως φαίνεται ότι βρέθηκε ο αντίπελλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.