αντίπελλος
[aˈndipelːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[aˈndipelːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι ικανός να αντιμετωπίσει κάποιον που το παίζει ζόρικος, πελλός.
Παραδείγματα
Αν εσύ είσαι πελλός, εγώ είμαι ο αντίπελλος σου!
Αντίδοτο, τρόπος να διορθωθεί κάτι που δεν πάει καλά.
Παράδειγμα
Η κατάσταση στη δουλειά είναι χάλια, με το νέο κανονισμό όμως φαίνεται ότι βρέθηκε ο αντίπελλος.