πουττοκνήστης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που τεμπελιάζει, που κνήθει πούττον.
Αυτός που τον σέρνουν οι γυναίκες από τη μύτη, ο μουνόδουλος.
Περισσότερα ...
Αυτός που τεμπελιάζει, που κνήθει πούττον.
Αυτός που τον σέρνουν οι γυναίκες από τη μύτη, ο μουνόδουλος.