μαννομάραΟυσιαστικό, θηλυκόΚοινή αργκόΗ ιδιότητα του μαννού, η ανοησία. ΠαραδείγματαΤο να του πατάς μες τα νερά με φαημένα λάστιχα & να καρφωθείς πα΄ στο round about του Καλού Χωριού, ναι εν μαννομάρα & εν που την κκελλέ του που το έπαθε. Είμαστε πολλά μαννοί σαν λαός γιατί ψηφίζουμε σας.. αλλά τζιαι η μαννομάρα μας έσιει έλεος. Συνώνυμα: μαννοσύνη, μαννοσύνη