μουσ̌αμμάςΟυσιαστικό, αρσενικόΑυτός που είναι αναίσθητος, που δεν ενοχλείται και δεν ντρέπεται εύκολα. ΠαραδείγματαΝα πηαίννεις σε μιαν οικογενειακή συνεστίαση τζαι [...] ούλλοι να χουν παράπονο, γονιοί, γιαγιάδες, θείοι. Ή που πρέπει να γινώ μουσιαμάς ή θα τους κόψω τζαι τις λλίες επισκέψεις που τους κάμνω. Κάποτε εσυνήθιζα να μεν παρεξηγώ τζιαι άμαν μου ελαλούσαν κάτι που εν μου άρεσκεν να εγίνουμουν μουσιαμάς. Ο υπάλληλος που σου γρύλλισε σίγουρα ένιωσε την υποτίμηση αλλά είναι μουσιαμάς και κύλησε αμέσως που πάνω του τσε έπεσε χαμαί.