αηδίας
[aiˈðias]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[aiˈðias]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι σιχαμένος, που έχει απαίσια συμπεριφορά.
Παράδειγμα
Προέλευση
Από το ουσ. αηδία και την παραγωγική κατάληξη -ας.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι σιχαμένος, που έχει απαίσια συμπεριφορά.
Από το ουσ. αηδία και την παραγωγική κατάληξη -ας.