μαννάρα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Η ιδιότητα του μαννού, η βλακεία.


Παραδείγματα

mannara


μαννάρα1

Φράσεις

  • (εν) η μαννάρα που σε δέρνει
  • εν η μαννάρα σου (που φταίει)

Προέλευση

Από το επιθ. μαννός και το μεγεθυντικό παραγωγικό επίθημα -αρα.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη φαίνεται ότι δημιουργήθηκε για να προσδώσει επιτατική έννοια στο ήδη υπάρχον ουσ. μαννοσύνη, που έχει την ίδια σημασία.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.