παναϋρόφυλλον
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Το κακό χαρτί σε παιχνίδι με τράπουλα, το φύλλο που είναι για τα πανηγύρια.

  1. Αυτός που είναι γελοίος, για τα πανηγύρια.


Παράδειγμα

Ούλλο πελλάρες κάμνεις ρε παναϋρόφυλλον, ένα πράμα σοβαρόν εν μπορείς να κάμεις.


Συνώνυμα:

τραουλλομάσ̌αιρον, τραουλλομάσ̌αιρον

Αντώνυμα:

, σοβαρός

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.