ματσούτζ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Ο ανόητος, αυτός που κάνει ματσουτζ̌ές.


Παράδειγμα

Εκτός φυσικά αν πιστεύεις πως εμείς οι βέροι, καθαρόαιμοι Λαρνακείς ειμαστε ματσούτζ̌α τζ̌αι εν φκάλλουμε δάσκαλους και καθηγητές.

Προέλευση

Από το ουσ. ματσουτζ̌ιά και την παραγωγική κατάληξη -ιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.