ματσουκώννωΡήμαΝεανική γλώσσαΤα χάνω, παθαίνω σύγχυση. ΠαραδείγματαΑφού μια χαρά τα καταφέρνεις, ήντα εματσούκωσες τζιαι εκόλλησες τζιαι εμίτσιανες τον εαυτό σου [...] Είδα σε ξανθέ μου άγγελε στα φώτα στα «Σφηνάκια»... τζιαι εματσούκωσα... Θέλω να σε ξαναδώ...