βουζουνόπατσοςΟυσιαστικό, αρσενικόΚοινή αργκόΔυνατό, ηχηρό χαστούκι. ΠαραδείγματαΑυτός και αν είναι ηχηρός βουζουνόπατσος στις μαλακές παρειές της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας.