ππουσ̆λαμάςΟυσιαστικό, αρσενικόΣεξουαλικόΟμοφυλόφιλος άντρας, πούστης. ΠαράδειγμαΑντί να λαλώ γκέυ λαλώ ππούστης, ή ακόμα ππουσλαμάς.