αρτζ̌ιάτοςΕπίθετοΣεξουαλικόαρσ̌ιάτος(για ζώο) Αυτός που έχει αρχίδια, που δεν τον έχουν ευνουχίσει. (για άνθρωπο) Αυτός που έχει μεγάλα αρχίδια - κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ο αρχιδάτος. Παραδείγματα Πάνε στο γυναικολόγο και βλέπει το πέος στην οθόνη του σκάνερ και λέει: - Έχει ένα πράμαν τόσο! - Φαίνεται γιατρέ; ρωτά με αγωνία ο πατέρας και ο γιατρός απαντά: - Φαίνεται , φαίνεται εν αρτζιάτος! Συνώνυμα: αρτζ̌άκκης, αρτζ̌άκκης