ππουσ̆λίκκιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

ππουσ̆κλίκκιν

  1. Αντικείμενο μικρού μεγέθους ή χωρίς ιδιαίτερη αξία.


Παράδειγμα

Έδωκεν μου τούτο το ππουσ̆λίκκι τζαι δεν ξέρω πώς δουλέφκει.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.