κάμνω σκιπΦράσηΝεανική γλώσσαΠαραλείπω, προσπερνώ μια υποχρέωση ή μία διαδικασία. ΠαράδειγμαΔεύτερος προορισμός ήταν να κόψουμε αθάσσια, αλλά εκαμαμεν το skip γιατί ήταν άουρα.