τίτσιροςΕπίθετοΚοινή αργκόΑυτός που είναι ολόγυμνος, τσίτσιδος. ΠροέλευσηΤιτσίρα είναι το θηλυκό του τίτσιρος τζ̌αι δεν έσ̌ει να κάμει με το εγγλέζικο tits era που σημαίνει «η εποχή των βυζ̌ιών», αλλά φκένει που το κυπριακό υποκοριστικό [παιδική γλώσσα] για το κρέας τιτσίν, το οποίο πιθανώς να προέρχεται που την αρχαία ελληνική τιτθίον, που το τιτθός που σημαίνει μαστός / θηλή. Το τιτσίν πιθανώς να προέρχεται τζ̌αι που το ιταλικό ciccia που σημαίνει σάρκα.