τσιαροπίνναςΟυσιαστικό, αρσενικόΚοινή αργκόΑυτός που καπνίζει πολύ. Παράδειγμα Συνώνυμα: τσιαρτζ̌ής, τσιαρτζ̌ήςΠροέλευσηΣύνθετη λέξη, από το τσιάρον και πίννω.