σ̌εζολίρηςΟυσιαστικό, αρσενικόΚοινή αργκόσ̌εσολίρηςΑυτός που χέζει λίρες, που είναι πάμπλουτος. ΠαράδειγμαΑν δουν γεναίκα με μωρό, αμέσως φίλε μου σημαίνει εν [...] γκόμενα κάποιου ππεζεβέγκη shεσολίρη [...]