πομπάρουμαι
Ρήμα
Ρήμα
Γεμίζω ασφυκτικά, πήζω από κάτι που παίρνω ή κάνω σε υπερβολική ποσότητα.
Παράδειγμα
Γυμνάζομαι έτσι ώστε να 'φουσκώσω', να αποκτήσω μύες που διαγράφονται έντονα.
Παράδειγμα
Προέλευση
Παράγωγο της λ. πόμπα 'αντλία, τρόμπα' (< ιταλ. pompa ή γαλλ. pompe), που στα κυπριακά είναι ομώνυμη με την πόμπα 'βόμβα'.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η ενεργητική μορφή του λήμματος, πομπάρω, με τη σημασία 'αντλώ', δεν έχει αργκοτική χρήση.