πομπαρισμένος
Μετοχή

  1. Αυτός που είναι γεμάτος, πηγμένος από κάποια ουσία ή και ιδέα.


Παραδείγματα

Φιλήσυχος πολίτης,  πομπαρισμένος με την προπαγάνδα περί δημοκρατίας [...]


Άμα είσαι πομπαρισμένος με αναβολικά, εύκολα κερδίζεις τον αγώνα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.