αμπάκκιροςΟυσιαστικό, αρσενικόΑυτός που είναι μονίμως άφραγκος, που δεν έχει μία επάνω του. Παράδειγμα[...] τροποποίησεν τζιαι αναθεώρησεν τον νόμον ώστε να χαλαρώσουν τα μέτρα δανεισμού που τες τράπεζες τζιαι να επισπευτούν οι διαδικασίες. Δηλαδή, αν ένας αμπάκκιρος που δεν έσιει με δουλειάν με τίποτε έθελεν να γοράσει σπίτιν του μισού εκατομμυρίου, τωρά εμπορούσεν.