πουττούΟυσιαστικό, θηλυκόΧαρακτηρισμός προσώπουΓυναίκα με μεγάλο πούττο. ΠηγέςΚ. Γιαγκουλλής, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2005.