αψεντής του νεκροταφείου
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Άνθρωπος γέρος και άρρωστος, που, σε πείσμα των συνθηκών, παραμένει ζωντανός - λες και το έσκασε από το νεκροταφείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται.
Προέλευση
Δάνειο από το αγγλ. absentee, το οποίο, εκτός από 'απών' σημαίνει και 'κοπνανατζής' ή 'λιποτάκτης' Στα κυπριακά η λέξη υιοθετήθηκε με την τελευταία της σημασία, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χιλιάδες Κύπριοι υπηρέτησαν στον αγγλικό στρατό.
Σημειώσεις
Πηγές
Δημόσια συζήτηση στο https://www.facebook.com/groups/cypriot.greek.dialect/1119814421395367/?notif_t=group_activity¬if_id=1466435929761832