μάκης[ˈmacis]Ουσιαστικό, αρσενικόΣτρατιωτικόΟ μόνιμος (αξιωματικός ή υπαξιωματικός) στο στρατό. ΠροέλευσηΣυντομευμένη μορφή του μονιμάκης, υποκοριστικού του μόνιμος.