σ̆σ̆ιπεττορούθουνος
[ʃːipetːʰoˈruθunos]
Επίθετο

Αυτός που έχει μεγάλα ρουθούνια, σαν κάννες κυνηγετικού όπλου.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Ο σ̆σ̆ιπεττος είναι το κυνηγετικό όπλο, δίκαννο ή καραμπίνα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.