κκερχανετζ̆ής
[cːʰerxaneˈtʃis]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[cːʰerxaneˈtʃis]
Ουσιαστικό, αρσενικό
(πρχ) Αυτός που συχνάζει στους οίκους ανοχής, ο πουτανιάρης.
Προέλευση
Από το τουρκ. kerhane"οίκος ανοχής".
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Δεν είναι σαφές αν η λέξη χρησιμοποιείται εξίσου για τον ιδιοκτήτη και για τον πελάτη - όπως π.χ. η λέξη καπαρετζής.
Η λέξη εμφανίζεται και στην αργκό της κοινής με τη μορφή κερχανατζής και με τη μεταφορική της σημασία: "Η λέξη «κερχανατζής» ήταν συνηθισμένη βρισιά στην προσφυγική γειτονιά του Κερατσινίου που μεγάλωσα και εννοούσε, μεταφορικά, τον παλιάνθρωπο".