σέκκος, σέκκα
[ˈsekːʰos]
Ουσιαστικό, διγενές
[ˈsekːʰos]
Ουσιαστικό, διγενές
(στην πιλόττα) για το χαρτί που είναι μόνο του, που δεν συνοδεύεται από άλλα χαρτιά της ίδιας φυλής.
Παράδειγμα
Κρατώ τον άσσον καρό σέκκον,
Προέλευση
Ίσως από το ιταλ. secco.