φαουσ̌άρηςΟυσιαστικό, αρσενικόΑυτός που όλο φαουσ̌άζει, ο λαίμαργος, ο φαταούλας. ΠαράδειγμαΚαι ξέρεις ποιος θα μας φάει. Μόνος του ο φαουσιάρης Ερντογάν...