φάουλΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΑτυχής ενέργεια ή δήλωση, λάθος. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Από το αγγλ. foul, ποδοσφαιρική τιμωρία που επιβάλλεται όταν παραβιάζονται ορισμένοι κανονισμοί.