καμπανόγαροςΟυσιαστικό, αρσενικόΑυτός που είναι εντελώς βλάκας. ΠαραδείγματαΕίσαι καμπανόγαρος! (επηρεασμένος από την πρώτη σεζόν του «Φακκάτε τους», ο οπαδός υποβαθμίζει κι΄ άλλο τον αμυντικό χαρακτηρίζοντας τον με γαϊδούρι που πάλι δεν δουλεύει όσο θα ήθελε το μυαλό του, γι΄ αυτό και πάλι χρησιμοποιεί ως πρώτο συνθετικό την καμπάνα). Ρωτήσεις δε ρωτήσεις ξεκινά να μιλά ακατάπαυστα, να μορφώνει και να διορθώνει το κοινό τριγύρω του: Μα δε ρε, εν το εκάρφωσε ο καμπανόγαρος! Εν χάνονται έτσι ευκαιρίες!