κόφταςΟυσιαστικό, αρσενικόΝεανική γλώσσαΝεολογισμόςΑυτός που είναι πάντα εκνευρισμένος, ο τσαντίλας. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Από το κοφτάρω.