καμπανόκκελοςΟυσιαστικό, αρσενικόΟ βλάκας, αυτός που το μυαλό του είναι άδειο. ΠαράδειγμαΡε καμπανόκκελε τι έκαμες τζαμέ;;; (ο οπαδός αναφέρεται στον αμυντικό που εικάζω δεν δουλεύει όσο θα ήθελε το μυαλό του. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη την οποία αν την… πάρουμε κυριολεκτικά φανταζόμαστε ότι στο κεφάλι του έχει καμπάνα. Επειδή όμως το μεταφορικό έχει περισσότερο action θα επιμείνουμε στην πρώτη εκδοχή).