σ̌σ̌υλλόμαυροςΟυσιαστικό, αρσενικόΡατσιστικόΣκυλάραπας. ΠαράδειγμαΣιηλόμαυρε πάσαρε (ο ρατσιστής οπαδός χλευάζει τον ποδοσφαιριστή της ομάδας του βάζοντας και τη λέξη σκύλος προκειμένου να τον υποβαθμίσει περισσότερο).