σ̆σ̆υλλόππουσ̆τος[ʃːiˈlːopːʰuʃtos]Ουσιαστικό, αρσενικόΞιτιμασ̌ιάΥβριστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΦανατικός ομοφυλόφιλος, πουσταράς.