πίππας
Ουσιαστικό, αρσενικό

πίππατζ̆ης

Γλείφτης, άνθρωπος που συμπεριφέρεται δουλικά και κολακεύει τους ανώτερους.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.