μουλλάς
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι καθυστερημένος πολιτισμικά, υπανάπτυκτος.
Παράδειγμα
Αυτός που μοιάζει στην εμφάνιση με Τούρκο, ο "μαυρόψης" όπως λέγεται στα κυπριακά.
Προέλευση
Από το τουρκ. mollâ το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αραβ. ملا που σημαίνει τον μορφωμένο γνώστη των θρησκευτικών κανόνων, που είναι συνήθως ανώτερης κοινωνικής τάξης και με σημαντική θέση.