γάρος
[garos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[garos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Γάιδαρος.
Άνθρωπος αγενής και χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες· με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην προσφώνηση "ρε γάααρε".
Παραδείγματα
Αυτός που είναι τύφλα στο μεθύσι.
Παραδείγματα
Ήπιαμε πολλά ψες, έγινα τέλεια γάρος!
Αυτός που αποδείχτηκε καταφερτζής, που τον θαυμάζουμε γιατί κατάφερε κάτι απροσδόκητο.
Παράδειγμα
Όι ρε! Εκατάφερε τα, ο γάρος!
Φράσεις
- γάρος ο κόντρης
- γάρος με περικεφαλαία
- γάρος της άσσιας
- γάρος της μέκκας
- έδησα το γάρο μου
Πηγές
http://new.ledras.net/?p=304: Ο κυπριακός γάρος