κούλλουμακκα[ˈkulumakʰːa]ΕπίρρημαΚοινή αργκόΆνω-κάτω, κουλουβάχατα. ΠαράδειγμαΗ ιστορία ξεκινά μιαν καλήν ημέραν που επατήθηκεν το shuffle του εγκεφάλου μου καταλάθος, ετριολίστηκα τζιαι τo αποτέλεσμα θωρείτε το! Εγίναν ούλλακούλλουμάκκα τζιαι κουτουρού!