κουρατάς
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Κάτι ή κάποιος που αποτελεί ενόχληση, μπελά.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Πεπαλαιωμένη λέξη, σήμερα δεν είναι σαφής η ακριβής της σημασία: "Η μητέρα μου χρησιμοποιούσε συχνά πυκνά τη λέξη κουρατάς για κάποιον ή κάτι ενοχλητικό. Θεωρούσα ότι ο κουρατάς ήταν παραλλαγή του κερατά, που στα κυπριακά είναι κκεραττάς".