μαυρούαΟυσιαστικό, θηλυκόΒλ. μαυρού. Παραδείγματα[...] έσσιη πολλούς που εμάς, που ήμαστε κατάμαυροι, τζ’ μπορεί να μας περάσουν για Ιντιάνους, ή Πακιστανούς, αλλά οι «μαυρούες», ακόμα τζ’ ολόασπρες νάνι, εννάν πάντα μαυρούες. Δεν είμαι απ’ αυτούς που θα φέρουν μαυρούα να κοιμίζει τα βράδια τα μωρά μας [...]