αθάσιν[aθásin]Ουσιαστικό, ουδέτεροαθθάσιν ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: αθασούιν. Μεγεθυντικά: αθάσατσος. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: αθασούιν. Μεγεθυντικά: αθάσατσος.