αλέ ππερέ[aˈle pːʰeˈre]ΦράσηΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασηςΆνω κάτω, χάλια, απολύτως αποτυχημένα. Παραδείγματα[...] ήρτε που λλόου της σπίτι μου σαν ήταν ούλλοι σπίτι τζαι εκάμαμεν τα αλέ ππερέ. KYRIE GENIKE, TOTE PESTE MAS TOUS LOGOUS POU SINELIFTHISAN OI ELAMITES KAI GIATI TO DIKASTIRIO EKAME SAS ALE PPERE, KINOS REZILI TOU KOUPASHI Τρένα τζι αεροδρόμια μ' αχάπαρους αδρώπους εκάμαν τα αλέ ππερέ, για πεθαμμένους τόπους.