αλεύριν[alévɾin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΠληθυντικός: αλεύρια, αλέρκα, αλεύκα. ΣημειώσειςΠληθυντικός: αλεύρια, αλέρκα, αλεύκα.