αλισαύρα[alisávɾa]Ουσιαστικό, θηλυκόαλιζαύρα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: αλισαυρούδιν, αλισαυρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: αλισαυρούδιν, αλισαυρούιν.