αλουπός
[alupós]

Ουσιαστικό, αρσενικό

αλούπας


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: αλουπούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: αλουπούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.