αλυσίδα
[alisíða]
Ουσιαστικό, θηλυκό
[alisíða]
Ουσιαστικό, θηλυκό
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: αλυσούδα, αλυσούα. Μεγεθυντικά: άλυσος.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: αλυσούδα, αλυσούα. Μεγεθυντικά: άλυσος.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: αλυσούδα, αλυσούα. Μεγεθυντικά: άλυσος.
Υποκοριστικά: αλυσούδα, αλυσούα. Μεγεθυντικά: άλυσος.