ανοματός
[anomatós]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[anomatós]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Παράδειγμα
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: ανομάτοι.
Σημειώσεις
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: ανομάτοι.
Περισσότερα ...
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: ανομάτοι.
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: ανομάτοι.