βρούλλος
[vɾúlːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[vɾúlːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: βρουλλίν, βρουλλούιν, βρουλλούδιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: βρουλλίν, βρουλλούιν, βρουλλούδιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: βρουλλίν, βρουλλούιν, βρουλλούδιν.
Υποκοριστικά: βρουλλίν, βρουλλούιν, βρουλλούδιν.