βόρτακος[vóɾ̥takos]Ουσιαστικό, αρσενικόβόθρακος ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: βορτακούδιν, βορτακούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: βορτακούδιν, βορτακούιν.