γαούρα[ɣaúɾa]Ουσιαστικό, θηλυκόγαδούρα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: γαουρού, γαουρούα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: γαουρού, γαουρούα.