γεναίκα[ʝenéka]Ουσιαστικό, θηλυκόγυναίκα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: γεναικούδιν, γεναικούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: γεναικούδιν, γεναικούιν.